συνοικιακός

συνοικιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνοικία («συνοικιακό συμβούλιο»)
2. (κατ' επέκτ.) απόκεντρος (α. «συνοικιακός κινηματογράφος» β. «συνοικιακό κατάστημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Ν. Στούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοικιακός, -ή, -ό — συνοικιακός, ή, ό, 1 . αυτός που αναφέρεται στη συνοικία. 2. μτφ., απόκεντρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”